κράχτης

κράχτης
ο
θηλ. κράχτρα
1. αυτός που κράζει, πετεινός.
2. διαλαλητής, τελάλης.
3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κέντρο διασκέδασης.
4. αυτός που προσελκύει σε ανηθικότητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κράχτης — ο, θηλ. κράχτρα 1. αυτός που κράζει 2. αυτός που διαλαλεί κάτι, διαλαλητής, ντελάλης 3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κατάστημα ή παίκτες σε χαρτοπαίγνιο 4. μαστροπός 5. πετεινός 6. πτηνό ή άλλο ζώο που τοποθετείται από τους κυνηγούς κοντά σε… …   Dictionary of Greek

  • Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( …   Википедия

  • κεκράκτης — ο (Α κεκράκτης) νεοελλ. θορυβώδης εγκάθετος σε πολιτική συγκέντρωση, μπράβος αρχ. 1. αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς, κράχτης («ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνήν ἔχων», Αριστοφ.) 2. κόρακας («κεκρᾱκται κόρακες», σχόλ. στον Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κράκτης — ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) [κράζω] κράχτης* μσν. 1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών τού βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές 2. ψάλτης εκκλησίας αρχ. κεκράκτης* …   Dictionary of Greek

  • λάλαξ — λάλαξ, αγος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν δυνατά) φλύαρος, φωνακλάς, κράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαλώ και εμφανίζει παρέκταση γ (πρβλ. λαλαγώ, λαλαγή)] …   Dictionary of Greek

  • μαυλίζω — και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [μαύλις (Ι)] εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη νεοελλ. 1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 2. προσελκύω θηράματα με μίμηση τής φωνής τους («σαν τα πουλιά,… …   Dictionary of Greek

  • ντελάλης — και τελάλης, ο, θηλ. ισσα (Μ ντελάλης) 1. δημόσιος ή ιδιωτικός κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης 2. μτφ. αυτός που δεν κρατά μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tellal] …   Dictionary of Greek

  • τελάλης — τελάλης, ο και ντελάλης, ο (λ. τουρκ.), δημόσιος κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”